εικοσιένας

εικοσιένας
θηλ. εικοσιμία και -μιά ουδ. εικοσιένα αριθμ. απόλ.
1. ο αριθμός 21, είκοσι και ένας.
2. το ουδ. με αρθρ. ως κύρ. όν., το Εικοσιένα: α) το έτος 1821, το πρώτο έτος της ελληνικής επανάστασης, β) η ίδια η ελληνική επανάσταση: Οι αγωνιστές του Εικοσιένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εικοσιένας — (θηλ. εικοσιμία και εικοσιμιά, ουδ. εικοσιένα) (Α εἰκοσιείς, εἰκοσιμία, εἰκοσιέν) 1. (απόλ. αριθμητικό) είκοσι και ένας 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιένα το έτος κηρύξεως τής Επαναστάσεως για την απελευθέρωση από τους Τούρκους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”